συνειρμισμός

συνειρμισμός
ο, Ν
(φιλοσ.-ψυχολ.) σύστημα που ερμηνεύει όλες τις νοητικές λειτουργίες και το σύνολο τής πνευματικής ζωής με τον συνειρμό παραστάσεων, ιδεών, εμπειριών, που επιτελείται βάσει ορισμένων νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνειρμός + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνειρμικός — ή, ό, Ν [συνειρμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνειρμό («συνειρμική παράσταση») 2. φρ. «συνειρμική θεωρία» ο συνειρμισμός. επίρρ... συνειρμικώς και συνειρμικά με συνειρμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”